- μεροκαματιάρης
- οθηλ. -ισσα ο εργάτης που παίρνει μεροκάματο, ο μεροδουλευτής: Νοίκιασα το δωμάτιο σ’ ένα μεροκαματιάρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεροκαματιάρης — και ημεροκαματιάρης και μεροκαματάρης, ο, θηλ. μεροκαματ(ι)άρισσα ημερομίσθιος εργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεροκάματο + κατάλ. ιάρης] … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
αυθημερινός — αὐθημερινός, ή, όν (AM) 1. ο αυθήμερος* 2. «μίσθιος αὐθημερινός» ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. «σοφὸς αὐθημερινός» αυτοσχέδιος σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ημερινός < ημέρα] … Dictionary of Greek
ημεροδουλιάρης — και μεροδουλιάρης, ο [ημεροδούλι] μεροκαματιάρης … Dictionary of Greek
ημεροκαματιάρης — ο, θηλ. η μεροκαματιάρισσα [ημεροκάματο] βλ. μεροκαματιάρης … Dictionary of Greek
ημερομίσθιος — α, ο 1. αυτός που εργάζεται με ημερήσιο μισθό, ο μεροκαματιάρης («ημερομίσθιοι εργάτες») 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερομίσθιο α) η αμοιβή για ημερήσια εργασία, το μεροκάματο β) η εργασία μιας ημέρας («θα χρειαστούν πολλά ημερομίσθια για να τελειώσει … Dictionary of Greek
μεροδουλευτής — ο [μεροδουλεύω] μεροκαματιάρης … Dictionary of Greek
μεροδούλης — ο [μεροδούλι] αυτός που δουλεύει με μεροκάματο, μεροκαματιάρης … Dictionary of Greek
σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ … Dictionary of Greek
χεροδούλης — ο, Ν χειρώνακτας, μεροκαματιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο] ) + δουλειά (πρβλ. μερο δούλης)] … Dictionary of Greek